- μεταβαλλόμενος
- μεταβάλλωthrow into a different positionpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GYTHEUM — opp. Laconicae, quod Hercules et Apollo, depositis eo loci simultatibus, communi operâ condidêrunt. Cic. l. 1. de Off. Classem Lacedoemoniorum, quae subducta esset ad Gytheum. Quem locum Herm. Barbarus emendavit, cum antea AEgypteum lectum fuit.… … Hofmann J. Lexicon universale
αΐδρυτος — ἀίδρυτος και ἀνίδρυτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος 2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(ν) στερητ. + ἱδρύω] … Dictionary of Greek
αείτρεπτος — ἀείτρεπτος, ον (Μ) ο συνεχώς μεταβαλλόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + τρεπτὸς < τρέπω] … Dictionary of Greek
αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… … Dictionary of Greek
αλλοιότροπος — ἀλλοιότροπος, ον (Α) αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ] … Dictionary of Greek
εκτυφώ — ἐκτυφῶ ( όω) (Α) 1. εξαπατώ, αποπλανώ, εμπαίζω 2. κάνω κάποιον αλαζόνα, επηρμένο 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτυφοῡμαι εξαφανίζομαι μεταβαλλόμενος σε καπνό … Dictionary of Greek
ευμετάθετος — η, ο (Α εὐμετάθετος, ον) αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός αρχ. 1. αυτός που αλλάζει εύκολα 2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα θετός (< μετα… … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
ολομετάβολος — η, ο 1. αυτός που υφίσταται πλήρη μεταβολή, ο καθ ολοκληρίαν μεταβαλλόμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολομετάβολα εντομολ. ταξινομική διαίρεση τής υφομοταξίας τών πτερυγωτών εντόμων, που είναι γνωστά και ως ενδοπτερυγωτά και τα οποία… … Dictionary of Greek
τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… … Dictionary of Greek